Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ:

«ΕΡΩΦΙΛΗ» ΤΟΥ Γ. ΧΟΡΤΑΤΣΗ

Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας, η οποία αρχίζει στα τέλη του 16ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη «σχολή» της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο είναι η επτανησιακή και η αθηναϊκή.

Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αιώνα είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή. Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται, αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το μητροπολιτικό κέντρο που τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία. Έτσι διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα.

Το 1600 περίπου εμφανίζεται η κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννησιακές επιρροές.  Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χορτάτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του δεν διατηρείται. Όταν όμως εμφανίζονταν σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους, μπορούσαν να διασωθούν.

Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος. Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τέλη του 16ου αιώνα, ασχολείται και με τα τρία είδη αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία.

Για τον ποιητή, που έχει χαρακτηριστεί «πατέρας του νεοελληνικού θεάτρου», και τη βιογραφία του, μόνο εικασίες γίνονται μέχρι τώρα και προτάσεις από διάφορους μελετητές. Οι πληροφορίες που αντλούνται από τα έργα του εμφανίζουν έναν άνθρωπο που η ακμή της συγγραφικής του δραστηριότητας τοποθετείται στα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα, εξοικειωμένο με την ιταλική και τη λατινική λογοτεχνία και με τη θεωρία του θεάτρου, ο οποίος κινούνταν σε κύκλους ευγενών και ισχυρών στην Κρήτη της εποχής του. Ο Χορτάτσης είχε αναγνωριστεί πολύ σύντομα από τους συγχρόνους του και τους λίγο μεταγενέστερούς του ως σπουδαίος συγγραφέας, ειδικά για την «Ερωφίλη» υπάρχει η πολυσυζητημένη πληροφορία ότι στα χρόνια πριν από την τουρκική κατάκτηση «είχε παρασταθεί πολλές φορές στον Χάνδακα και πάντοτε άρεσε». Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήταν το μόνο έργο που του αποδιδόταν (από τη χειρόγραφη και την έντυπη παράδοσή του), αλλά στη συνέχεια ταυτίστηκαν ως δικά του και ο «Κατζούρμπος» με την «Πανώρια».

Επηρεασμένος από την τραγωδία «Orbecche» του Gianbattista Giraldi, ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την έμμετρη τραγωδία «Ερωφίλη». Είναι η πιο γνωστή τραγωδία της κρητικής λογοτεχνίας. Πρέπει να γράφτηκε περίπου το 1595 (αφού αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Κρήτη ανάμεσα στο 1592 και το 1595) και εκδόθηκε πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή, το 1637 στη Βενετία. Το έργο είναι γραμμένο στο κρητικό ιδίωμα της εποχής του, με πολύ περισσότερα λόγια στοιχεία και με λιγότερες λέξεις ιταλικής προέλευσης, γιατί η θεωρία της τραγωδίας επέβαλλε γλώσσα υψηλή και απομακρυσμένη από τη ρεαλιστική αποτύπωση της σύγχρονής της πραγματικότητας. Είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, με εξαίρεση τα χορικά, που είναι γραμμένα σε ενδεκασύλλαβους σε τερτσίνες (τρίστιχες στροφές).

Η «Ερωφίλη» διαδραματίζεται στην Αίγυπτο της προχριστιανικής εποχής. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της αιγυπτιακής Μέμφιδας, ανέβηκε στο θρόνο σκοτώνοντας τον αδελφό του. Η κόρη του βασιλιά Φιλόγονου Ερωφίλη ερωτεύεται τον Πανάρετο, στρατηγό του πατέρα της, και οι δυο νέοι παντρεύονται μυστικά. 'Οταν το μαθαίνει ο Φιλόγονος εξοργίζεται, σκοτώνει τον Πανάρετο και στέλνει την καρδιά του ως δώρο στην Ερωφίλη. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και ο Χορός, που τον αποτελούν κορασίδες της ακολουθίας της, εξεγείρεται και σκοτώνει τον απάνθρωπο πατέρα. Παρουσιάζεται τότε η σκιά (το φάντασμα) του δολοφονημένου αδελφού και εκφράζει ικανοποίηση για την τιμωρία του δολοφόνου βασιλιά.

Το θέμα που δεσπόζει στο έργο, όπως φαίνεται ήδη από τον πρόλογο αλλά και από τα χορικά, είναι η υπερηφάνεια και η απληστία, που είναι οι πρόξενοι των περισσοτέρων δεινών, αλλά τελικά αποδεικνύονται όλα μάταια, αφού οι μεταστροφές της τύχης είναι απροσδόκητες και κοινό τέλος όλων των ανθρώπων είναι ο θάνατος, μπροστά στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η δύναμη, ούτε τα πλούτη, ούτε άλλες αρετές. Μόνο ο Έρωτας φαίνεται να έχει την απόλυτη δύναμη να υπερβεί τη δύναμη του θανάτου, γι' αυτό και ο βασιλιάς που επιχείρησε να αγνοήσει τη δύναμη του Έρωτα τιμωρήθηκε. Το έργο μπορεί να είναι εμπνευσμένο από ιταλικό πρότυπο, αλλά ο Έλληνας ποιητής δούλεψε πολύ ελεύθερα, μετρίασε τις αιματηρές σκηνές και έδωσε στους ήρωες του ήθος και περισσότερη ευγένεια. Έφτιαξε ένα έργο «ελληνικό» στο βαθύτερο χαρακτήρα του.

Η «Ερωφίλη» ήταν ένα έργο που άσκησε σημαντική επιρροή τόσο στην επώνυμη λογοτεχνία όσο και στην ανώνυμη, δημοτική παραγωγή της Κρήτης και πέρα απ’ αυτήν: όλο και περισσότερο αναδεικνύεται από την έρευνα η επίδραση που άσκησε στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου αλλά και στον κεφαλλονίτη ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Πέτρο Κατσαΐτη (αρχές του 18ου αιώνα). Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά, ενώ στα Επτάνησα, και συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο, η «Ερωφίλη» επεβίωσε ως «ομιλία» (σύντομη υπαίθρια αυτοσχέδια παράσταση) μέχρι και τον 20ο αιώνα.

Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις και στην Αθήνα -οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηρακλή» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας». Ωστόσο, η επίδρασή της είναι εντονότερη και ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη στην προφορική παράδοση, τόσο στην Κρήτη, όσο και στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Ρούμελη, όπου επεισόδια του έργου επεβίωσαν ως εκτενές τραγούδι του είδους της παραλογής σε διάφορες παραλλαγές.

Ένας ακόμη μάρτυρας της επιτυχίας του έργου είναι και η πλούσια χειρόγραφη και έντυπη παράδοσή του: τρία χειρόγραφα, και τρεις έντυπες εκδόσεις ήδη μέσα στον 17ο αιώνα. Η έκδοσή του ωστόσο το 1637, όσες ατέλειες κι αν έχει, δεν παύει να είναι η πρώτη έντυπη έκδοση θεατρικού έργου στα νέα ελληνικά και το δίχως άλλο συνέβαλε πολύ στη διάδοση της τραγωδίας.


Βασιλική Δραγούνη

Project International of "IDEOPNOON" 2019-2020, Αφιέρωμα στην Κρήτη και τον πολιτισμό της, Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης, Νοέμβριος 2019


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.