ΠΕΡΙΛΑΙΜΙΟ ΚΑΙ ΒΡΑΧΙΟΛΙΑ
Σηκώθηκε στο
σκοτεινό πρωινό
και έδωσε στο
κερί της τη φλόγα του.
Το τοποθέτησε πίσω
από το βιτρό
που απεικόνιζε
ένα κολιμπρί
στο χρώμα της
λεβάντας
με πράσινα
φτερά
και φόντο έναν
απαλό, κιτρινωπό ουρανό.
Έριξε μία
φλούδα λεμονιού
και τρία
παγάκια
σε ένα ποτήρι
νερό.
Πασπάλισε το
σώμα της
με το άρωμα των
λευκών λουλουδιών
και φόρεσε τα
μικροσκοπικά διαμάντια της
δεμένα σε
λευκόχρυσο.
Ήπιε μια γουλιά
από το πικρό λεμόνι
και κοίταξε το
ημιδιαφανές πουλί
στον κίτρινο
ουρανό του.
Έμοιαζε τόσο
όμορφο, όσο η ανατολή του ηλίου.
Ήξερε ότι η
μέρα θα την απορροφούσε αργά.
Θα έφτιαχνε
βρώμη με σταφίδες,
θα μετρούσε τα
χρήματα του μεσημεριανού γεύματος
και θα υπενθύμιζε
σε όλους να κρεμάσουν
τις βρεγμένες πετσέτες
τους.
Θα περιηγούνταν
στην κυκλοφορία
και θα περίμενε
κάθε κόκκινο φανάρι
και το μυστικό
της θα ήταν
πως θα είχε τη μουσική
στο φουλ.
Θα προσκολλιόταν
με όλη της τη ζωή
στον βαρύ ήχο της
κιθάρας και του μπάσου
και η καρδιά
της θα πάλλονταν ξανά.
Θα αργούσε
εννέα λεπτά.
Θα δεχόταν κάθε
δουλειά
και θα γύριζε
προς τα έξω
και θα έκανε
πολλά πράγματα ταυτόχρονα
και θα έτρωγε
κράκερ για μεσημεριανό
και θα ξεχνούσε
να αναπνεύσει
και δεν θα
σταματούσε ούτε μια φορά μέχρι το τέλος.
Θα έπεφτε μέσα
σε ένα όνειρο
με κίνηση και
κόκκινα φανάρια
και μια στάση
στο κατάστημα
για κάτι που
δεν θα θυμόταν
και παιδιά στην
αυλή του σχολείου
και τέσσερα
σκαλιά ως την εξώπορτα.
Θα τους έλεγε
ότι τα αγαπάει
και θα τους
υπενθύμιζε να μαζεύουν
τα παπούτσια
και τις κάλτσες τους.
Θα γλιστρούσε στο
απαλό της νυχτικό
και θα έβαζε τα
διαμάντια της στο κόκκινο μεταξωτό κουτί.
Θα έγερνε στο
πουπουλένιο μαξιλάρι της
και θα έκλεινε
τα μάτια της για μια στιγμή.
Η μικρή της κόρη
θα της ζωγράφιζε μια εικόνα
ενός λύκου με
μακριές βλεφαρίδες
που θα φορούσε περιλαίμιο
και βραχιόλια.
Δεν θα μπορούσε
να ανοίξει τα μάτια της.
Θα μύριζε το
αχνό άρωμα
των λευκών
λουλουδιών.
Βασιλική
Δραγούνη