Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
Στο
σύστημα των εθνικών αντιλήψεων των Ελλήνων για τον καθημερινό τους βίο το
στίγμα του τοπίου είναι εμφανές και νομοτελειακό. Σ’ αυτό απεικονίζονται
ευαισθησίες, εμπειρίες, ελπίδες, απογοητεύσεις, απαισιοδοξίες, πίκρες. O ήλιος,
η θάλασσα, ο άνεμος, τα δένδρα, οι πέτρες εξυψώνονται σε σύμβολα της
λογοτεχνικής γραφής, έτοιμα να υπηρετήσουν τον λογοτεχνικό σκοπό, το αισθητικό
και ιδεολογικό δημιούργημα. Οι νεοέλληνες λογοτέχνες αντικρίζουν το
ελληνικό τοπίο έχοντας εγκολπωθεί το στίχο του Σολωμού: «Πάντα ανοιχτά, πάντ’
άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Η
θάλασσα είναι ένα από τα αγαπημένα στοιχεία της φύσης για τον Σολωμό, την οποία
και χρησιμοποίησε ως σύμβολο για την Μεγάλη Ιδέα, ένα στοιχείο καθαρά ελληνικό.
Μέσα στα ποιήματα του, η φύση αναδεικνύει της αξίες του κόσμου. Αντιπροσωπεύει
την ελληνική παράδοση, την ομορφιά και την αγαθοσύνη, ενώ παράλληλα της
προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες.
Με
τις ανεξίτηλες εντυπώσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων συνδέει και ο
Ελύτης τη δική του βίωση της φύσης ως κληρονομιάς των προγόνων, ουσίας που
διαποτίζει όλο του το είναι. Πολύ πριν από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές ένιωσε
μέσα του το σκίρτημα της μυθογένεσης, όπου το Αιγαίο δεν ήταν ένα γεωγραφικός
τόπος αλλά η ίδια η μοίρα, «ένα είδος δακτυλικού αποτυπώματος». Η θάλασσα εκτός
από στοιχείο της Ελλάδας, είναι αιώνια και ασταμάτητη, γι’ αυτό συμβολίζει τον
χρόνο που περνά ασταμάτητος. Όμορφη και άγρια, γι’ αυτό συμβολίζει τον πόλεμο
και την ειρήνη. Κρύβει μέσα της την σοφία των αιώνων και όμως ανανεώνεται
συνεχώς, όπως και η νέα γενιά που πατάει πάνω στα χνάρια των προγόνων της. Για
τον Ελύτη το Αιγαίο δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του
αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους
θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.
Το
μοτίβο αυτό, αν και περιορισμένο σε έκταση, έχει στο έργο του Σεφέρη μια
ιδιαίτερη βαρύτητα και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με ένα δικό του «πολύ
οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση». Ο Σεφέρης,
όπως ο Σολωμός και ο Ελύτης, χρησιμοποίησε τη θάλασσα ως σύμβολο. Έγραψε στην
κοινή νεοελληνική για τον θάνατο, τον πόνο και τη θλίψη, την αρχαία Ελλάδα και
το Θεό. Τα ποιήματα περιέχουν εικόνες από τα ελληνικά νησιά και μνήμες από την
αρχαιότητα. Στην ποίηση του Σεφέρη τα πολυσήμαντα σύμβολα της θάλασσας
στρέφονται κυρίως προς την οικουμενική θέαση της ιστορικής μοίρας του ελληνικού
κόσμου. Με αναφορές στο πέλαγο «τόσο πικρό για την ψυχή σου», κάποτε ο ποιητής
στοχάζεται τις πίκρες από εθνικές ήττες και απώλειες και η μορφή της Γοργόνας
που επιμένει να ρωτά για τον Μεγαλέξανδρο διαπερνά τους στίχους του και γίνεται
το τυπογραφικό του σήμα.
Η
μόνιμη ψυχοσωματική επαφή με τη θάλασσα ανοίγει τη διάσταση της απεραντοσύνης
που αγγίζει όχι μόνο τις παραστάσεις του χώρου αλλά και κατηγορίες όπως η
αιωνιότητα, η κίνηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Για τον Ρίτσο γίνεται επιπλέον
σύμβολο αντίστασης στον θάνατο και στις βαριές οικογενειακές απώλειες. Έτσι ο
Γιάννης Ρίτσος λέει: «Απ' την πληγή μας ξεκινάει το πέλαγος». Όπως κι η
ελευθερία κόντρα στο θάνατο, καθώς ο ποιητής συνεχίζει: «Χαλκάς δε στέκει στους
αστραγάλους της θάλασσας/ χαλκάς δε στέκει στη θαλασσινή καρδιά μας/ Αντίο
αγάπες και πατρίδες».
Οι
ποιητές στους οποίους αναφερόμαστε γεννήθηκαν δίπλα στη θάλασσα: ο Σολωμός στη
Ζάκυνθο, ο Ελύτης στην Κρήτη, ο Σεφέρης στη Σμύρνη, ο Ρίτσος στη Μονεμβασιά. «…Για
πολλούς από μας οι πλώρες των καραβιών έχουν μια θέση στο παιδικό μας εικονοστάσι»
ομολογεί ο Σεφέρης και ο Ρίτσος στο όψιμο «Τερατώδες αριστούργημα» θυμάται
πως έμενε ώρες και ώρες από μικρό παιδί στον βράχο της Μονεμβασιάς «με ασάλευτα
τα βλέφαρά μου/ αγνάντια στη Μυρτώα Θάλασσα αντιγράφοντας τη στάση ενός
μαρμάρινου Ποσειδώνα».
Αυτή
τη θάλασσα ο λαός μας τη γνωρίζει από τα πανάρχαια χρόνια. Είναι «η θάλασσα του
πρωινού», όταν την κοιτά ο Καβάφης, θέλοντας να γαληνέψει λίγο η ψυχή του απ' «τες
φαντασίες» και «τα ινδάλματα της ηδονής». Η θάλασσα, όπως τη βλέπει ο Νάνος
Βαλαωρίτης: «Τις νύχτες το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες».
Άλλο, λοιπόν, ν' αγναντεύεις τη θάλασσα, καλοσυνάτη ή τρικυμισμένη,
οραματιζόμενος «ν' αποκτήσεις» κάποτε στα λιμάνια του κόσμου «ηδονικά μυρωδικά
κάθε λογής» κι άλλο να τη βιώνεις από ανάγκη για τον επιούσιο, όταν το καράβι
κόβεται στα δυο καταμεσής στο πέλαγος.
Η
Ελλάδα μέσω της ποίησης έγινε το καράβι που ταξίδεψε καταμεσίς στο πέλαγος,
υπομένοντας τις κατά καιρούς καταιγίδες και φουρτούνες. Ακόμα και όταν η γη
κατακτήθηκε, καταστράφηκε και ρημάχτηκε, η θάλασσα παρέμεινε ελεύθερη,
ανεξάντλητη και ανεξάρτητη, όπως και το ελληνικό ιδεώδες. Ήταν πάντα ένα
σύμβολο αναγέννησης του λαού και όσων κάνεις δεν μπορεί ποτέ να κλέψει από
κανέναν. Τότε που όλα δείχνουν πως το τέλος πλησιάζει και το παρόν είναι
σκοτεινό, το παρελθόν μάς δείχνει την πορεία προς ένα καλύτερο μέλλον.
Η
θάλασσα δεν σταματά ποτέ να κινείται, μοιάζει με τον χρόνο που κυλά διαρκώς,
τίποτε δεν σταματά όσα θα γίνουν και τίποτε δεν φέρνει πίσω όσα έγιναν. Είναι η
ίδια θάλασσα με εκείνη που ταξίδεψαν οι πρόγονοί μας και που μας συνδέει μαζί
τους, υπενθυμίζοντάς μας ότι όσο υπάρχει η ποίηση, τα εμπόδια που έρχονται δεν
μοιάζουν απροσπέλαστα και ικανά να βουλιάξουν αυτό το καράβι.
Βασιλική Δραγούνη
12η Ετήσια Συνάντηση
Σύγχρονων Ελλήνων Δημιουργών:
«Τη θάλασσα και το φως της
Ελλάδας αγάπησα...»
Πνευματικό Κέντρο
Πετρούπολης, Οκτώβριος 2018