ΝΙΚΟΛΟ
ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ: Ο ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΣ «ΠΑΤΕΡΑΣ» ΤΗΣ
ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli, 3 Μαΐου 1469 - 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός
διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας.
O Μακιαβέλι αποτελεί μία από τις συναρπαστικότερες, αλλά
και πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Δυτικής σκέψης. Φτωχός απόγονος
ευγενούς οικογένειας, που έφτασε μέχρι το αξίωμα του δεύτερου καγκελαρίου της φλωρεντινής δημοκρατίας και έχοντας ζήσει από πρώτο
χέρι τι σημαίνει διοίκηση στις ελεύθερες ιταλικές πόλεις της Αναγέννησης,
έβλεπε προδοσίες και ίντριγκες, μάχες που έφταναν ως τον φόνο για την απόκτηση
της εξουσίας, θηριωδίες και ωμότητες για την αναρρίχηση στην κορυφή της πολιτικής
κλίμακας.
Για να αντιληφθούμε την κουλτούρα της εποχής και τις
ιδιαιτερότητές της πρέπει να ταξιδέψουμε περίπου 500 χρόνια πίσω και να πάμε
στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα. Την εποχή του Μακιαβέλι η Ιταλία είναι διαιρεμένη
σε ανταγωνιζόμενες πόλεις-κράτη. Ακριβέστερα είναι χωρισμένη σε πολλές
επικράτειες, με 6 πόλεις να παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο: Ρώμη, Φλωρεντία,
Γένοβα, Μιλάνο, Νάπολι και Βενετία. Yπεύθυνο για την διάσπαση αυτή ο Μακιαβέλι θεωρούσε τον
Πάπα. Πίστευε πως η παπική εκκλησία και εξουσία στάθηκε η πηγή της
κακοδαιμονίας της Ιταλίας.
Συγχρόνως, τρία μεγάλα βασίλεια ερίζουν εκείνη την εποχή
για την κατοχή της (Γαλλία, Ισπανία και Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του
Γερμανικού Έθνους -ή αλλιώς των γερμανικών λαών) και εισβάλουν πολύ τακτικά στην Ιταλική χερσόνησο, έχοντας με το μέρος τους πότε τη
μία ιταλική πόλη και πότε την άλλη.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, αλλάζει και ο φακός με τον οποίο οι
άνθρωποι αντίκριζαν τη ζωή και τον εαυτό τους: από τον θεοκρατικό μεσαίωνα και
την αυθεντία της εκκλησιαστικής αποκάλυψης στην ανθρωποκεντρική Αναγέννηση και
στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί, αν το θελήσει, να δαμάσει τα πάντα και με
την κατάλληλη εκπαίδευση να επικρατήσει στις τέχνες, τα γράμματα, την εξουσία,
ακόμη και στην ίδια τη φύση.
Στην καρδιά αυτών των κοσμογονικών αλλαγών, ο Μακιαβέλι
θεωρητικοποιεί τη δράση ενός τέτοιου ανθρώπου. Αντί να παραμείνει
προσκολλημένος στα μεσαιωνικά πρότυπα εξουσίας και πολιτικής θεωρίας που τιμούν
τον διαχωρισμό φυσικού και θείου νόμου, επιλέγει να περιγράψει μία ατρόμητη
φυσική κατασκευή, έναν άνθρωπο που θα χρησιμοποιήσει όλες τις φυσικές δυνάμεις
που κατέχει για να ελέγξει το περιβάλλον του.
«Ο Ηγεμόνας» (Il principe), που γράφτηκε το 1513, επρόκειτο τους κατοπινούς αιώνες
να καταστεί το εγκόλπιο αμέτρητων πολιτικών ανδρών αλλά και στοχαστών
γενικότερα και να ασκήσει βαθιά επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις όλων των
εποχών. Το πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής του Μακιαβέλι,
όχι μόνο δικαιολογεί τις θέσεις του, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί οιονεί την
γενεσιουργό αιτία των θέσεων αυτών.
Ο Μακιαβέλι στη μέθοδο προσέγγισης του πολιτικού
φαινομένου πραγματοποιεί δύο διαχωρισμούς:
1. Θα διαχωρίσει την πολιτική από την ηθική και μάλιστα
θα καθιερώσει την υπεροχή της πολιτικής έναντι της ηθικής, την υπεροχή του
κρατικού συμφέροντος έναντι οποιουδήποτε ηθικολογικού κανόνα.
2. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, θα διαχωρίσει τον υποκειμενικό
παράγοντα από τον αντικειμενικό και θα τα ορίσει αντίστοιχα τον πρώτο ως virtu (η υποκειμενική ικανότητα μιας πολιτικής δύναμης ή ενός
προσώπου) και το δεύτερο ως fortuna (το αντικειμενικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνουν
χώρα οι πράξεις).
Πολλοί έπλασαν φανταστικές πολιτείες (π.χ. ο Πλάτων την
«Πολιτεία», ο Άγιος Αυγουστίνος το έργο του «Civitas Dei», ο Τόμας Μορ την «Ουτοπία») έχοντας μια λανθασμένη άποψη για τη φύση του
ανθρώπου και πλάθοντας με τη φαντασία τους πολιτείες που κανείς δεν είδε ούτε
θα δει, γιατί η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ζούμε και σ’ αυτό που θα θέλαμε να
ζήσουμε είναι μεγάλη.
Ο Μακιαβέλι από την άλλη θα θεωρήσει την ανθρώπινη φύση
άκρως εγωιστική (και αυτό είναι συμπέρασμα της εμπειρίας του) και δεν θα
θελήσει να πλάσει μία φανταστική πολιτεία σαν και αυτές που ποτέ δεν έχουμε
δει, αλλά με μέθοδο επιστημονική, τον ιστορικό ρεαλισμό, θα περιγράψει την
υπαρκτή αλήθεια του πράγματος.
Ο άνθρωπος είναι κακός, αντικοινωνικός (με την έννοια ότι
είναι έτοιμος να υποσκάψει την ομάδα, αν αυτό είναι προς όφελός του),
αρπαχτικός, φιλόδοξος κι εγωιστής από τη φύση του και αυτήν την κακή του φύση
την περιορίζουν οι νόμοι και η κοινωνική ηθική που είναι δημιουργήματα της
πολιτικής, θεσπισμένα όχι από κάποιον ηθικό θεϊκό νόμο, αλλά από το νομοθέτη
για πρακτικούς λόγους. Η φύση αυτή του ανθρώπου είναι αμετάβλητη και αυτό
επιτρέπει την επανάληψη και ανακύκλωση των ίδιων φαινομένων.
Επιτυχημένος ηγεμόνας, κατά τον Μακιαβέλι, είναι ο
προικισμένος με αρετή (virtu, με τη σημασία της δύναμης και της ικανότητας προσαρμογής) και αυτός που
ξέρει να αδράχνει τις ευκαιρίες που του προσφέρει η τύχη (fortuna). Ο επιτυχημένος ηγεμόνας καθοδηγείται όχι από το
θρησκευτικό δόγμα ή από τα ηθικά παραγγέλματα, αλλά από την αυστηρά
ωφελιμιστική επιλογή των μέσων που είναι κατάλληλα για τους σκοπούς του. Μπορεί
να χειραγωγεί τους νόμους που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά και να διαμορφώνει
την πορεία των γεγονότων σύμφωνα με τα σχέδιά του.
Θα ήταν βέβαια μία τελείως αντιεπιστημονική και απλοϊκή
προσέγγιση το να σταθεί κανείς μόνο στη γνωστή ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»
για να αποκρυσταλλώσει όλη τη σκέψη του μεγάλου αυτού φλωρεντινού διπλωμάτη και
στοχαστή. Ιδιαίτερα δε, όταν προσεγγίζει κανείς επιστημονικά την προβληματική
της ηθικής στο Μακιαβέλι, δεν μπορεί να σταθεί σ’ αυτή και μόνο τη φράση, σαν
να αποτελεί το απαύγασμα όλης της περίπλοκης και σύνθετης σκέψης του. Στον
«Ηγεμόνα» είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας ανώτερος ηθικός σκοπός, αυτός της
ένωσης όλης της Ιταλίας κάτω από έναν ηγεμόνα του οποίου τα χαρακτηριστικά
περιγράφει σε ολόκληρο το έργο (μιας και ο «Ηγεμόνας» αποτελεί έναν πρακτικό
οδηγό διακυβέρνησης).
H εμφάνιση των άκρως νεωτεριστικών σκέψεων του Μακιαβέλι στον
«Ηγεμόνα» δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Οι αρχές των φυσικών δικαιωμάτων και
του φυσικού δικαίου αποτελούν στοιχεία και της Προ-Νεωτερικής σκέψης. (Η εποχή
από τον 17ο έως και τον 20ο αιώνα ονομάζεται Νεωτερική και η εποχή από τον 21ο
και μετά ονομάζεται Μετα-νεωτερική). Αναλύοντας τις πραγματικές συνθήκες
ύπαρξης του κράτους, ο Μακιαβέλι μεταφέρει τη συζήτηση περί της πολιτικής στον
χώρο του πραγματικού, εκεί που πραγματικά ασκείται. Έτσι θα θεωρηθεί ως ο
πρώτος μεγάλος πολιτικός στοχαστής της νεωτερικότητας και μάλιστα ο εισηγητής
της νεότερης πολιτικής σκέψης.
Το έργο του Μακιαβέλι επαινέθηκε και ταυτόχρονα
καταδικάστηκε όσο σχεδόν κανένα άλλο έργο, προκαλώντας πολλές αναιρέσεις και
αντιφατικές κρίσεις. Το ερώτημα γιατί ο Μακιαβέλι παραμένει επίκαιρος μέχρι τις
μέρες μας και γιατί εξακολουθεί να διχάζει, εξακολουθεί να πλανάται πάνω από
κάθε απόπειρα προσέγγισης και ανάλυσης του συναρπαστικού και αμφιλεγόμενού του
στοχασμού, ο οποίος ρίχνει ένα ανελέητα σκληρό και ειλικρινές φως, στο θαμπό
τοπίο της πολιτικής πραγματικότητας.
Σε αυτήν λοιπόν την ιδεολογική προσέγγιση της πολιτικής,
η ηθικολογία και η θρησκοληψία δεν έχουν καμία θέση και ο Μακιαβέλι φρόντισε να
απαλλάξει τόσο τον πολιτικό του στοχασμό από τα δύο αυτά βαρίδια της πολιτικής
σκέψης του παρελθόντος, όσο και την κηδεμονία της πολιτικής από τη θρησκεία και
την ηθικολογία. Ο Μακιαβέλι φρόντισε ακόμα να μας επιδείξει τους τρόπους που
μετέρχεται η εξουσία για να διατηρηθεί, καθιστώντας μας πιο δύσπιστους και
προσεκτικούς απέναντί της.
Είναι λοιπόν πολλοί εκείνοι που τον θεωρούν πατέρα της
σύγχρονης πολιτικής επιστήμης και επίσης αρκετοί εκείνοι που τον χαρακτηρίζουν
απλά κυνικό, διεφθαρμένο και αυταρχικό. Aν όμως θεωρήσει κανείς ότι ο «Ηγεμόνας» είναι ένα κείμενο
εκτάκτου ανάγκης, εμπνευσμένο στην Ιταλία των αναταραχών, που έχει ήδη υποστεί
τις γαλλικές εισβολές του 1498 και βλέπει τις αστικές ελευθερίες και την
πολιτιστική ταυτότητά της να κινδυνεύει σοβαρά, τότε ίσως δει τον Μακιαβέλι όχι
ως μία σατανική φιγούρα που δικαιώνει τη βία και το ψέμα ως απόλυτες αξίες της
πολιτικής ζωής, αλλά ως κάποιον που υπήρξε το πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου, ως κάποιον
που επιχείρησε με σχετική επιτυχία να υπηρετήσει τις ιδιότητες του πολιτικού,
του φιλοσόφου, του διπλωμάτη, του ποιητή, του ιστορικού (και κυρίως του
πατριώτη), αλλά που μοιραία στιγματίστηκε από το πλαίσιο της εποχής, στην οποία
κλήθηκε να δράσει.
Βασιλική
Δραγούνη
Περιοδικό
Πνοές Λόγου & Τέχνης «Αφιέρωμα στην Ιταλική Λογοτεχνία και Τέχνη»,
Τεύχος 40-41, άνοιξη 2019