ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ:
ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΙΑΣ
ΥΠΕΡΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ο
Σουρεαλισμός γεννήθηκε από την επιθυμία για θετική δράση, από την τάση να
αρχίσει και πάλι να χτίζεται κάτι μέσα από τα ερείπια του Νταντά. Ο Σουρεαλισμός
βασίζεται σε μία ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων παραμελημένων ως τώρα μορφών
συνειρμού, στην παντοδυναμία του ονείρου, στο ανυστερόβουλο παιχνίδι της
σκέψης.
Γεννήθηκε
στο Παρίσι και αναπτύχθηκε στο διάστημα 1919-1924, ως επί το πλείστον από
νεαρούς ποιητές της εποχής, κυρίως από την ομάδα που διηύθυνε το λογοτεχνικό
περιοδικό "Litterature", Louis Aragon, André Breton και Philippe
Soupault, διαμορφώνοντας την τάση που αργότερα οδήγησε στη δημοσίευση ενός
Μανιφέστου που ανήγγειλε τη δημιουργία ενός νέου κινήματος.
Από
το Μάρτιο του 1922 ο Breton ανέλαβε αποκλειστικά τη διεύθυνση του "Litterature"
και οδήγησε στην οριστική ρήξη του περιοδικού με την πρωτοπορία της εποχής όπως
και με τον ντανταϊσμό, τον οποίο αποκήρυξε δημόσια (Littérature, no. 2,
Απρίλιος 1922). Επιπλέον ανακοίνωσε τα σχέδιά του για ένα Διεθνές Συνέδριο που
θα καθόριζε την «κατεύθυνση του νεωτερικού πνεύματος» και στο οποίο θα
συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κινημάτων της Μοντέρνας τέχνης, όπως του
Κυβισμού, του Φουτουρισμού, του Νταντά. Κατατάσσοντας έτσι το Νταντά στην
ιστορία της τέχνης, ο Breton ήταν σαφές ότι εξέδιδε και τη ληξιαρχική πράξη
θανάτου του.
Η
χρονιά της επίσημης ίδρυσης του κινήματος είναι το 1924, όπου και ιδρύθηκε το
Γραφείο Σουρεαλιστικών Ερευνών, δημοσιεύτηκε το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού του Breton
και κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού La Revolution Surrealiste. Η
ατμόσφαιρα ευφορίας και μεγάλων προσδοκιών που επικρατούσε είχε ως αποτέλεσμα
να συνδεθούν με το νέο κίνημα αρκετοί νεαροί συγγραφείς και καλλιτέχνες.
Βασικές
επιρροές αυτής της πρώιμης υπερρεαλιστικής ομάδας υπήρξαν οι Rimbaud, Lautréamont
και Mallarmé, αλλά και σύγχρονοι λογοτέχνες της εποχής όπως ο
Guillaume Apollinaire και Pierre Reverdy. Η προσφορά του Mallarmé «που
έσπασε το σκληρό μπετόν ενός φρουρίου που θεωρούσαν απόρθητο: της σύνταξης» δεν
είναι αμελητέα.
Ο
Lautréamont υπήρξε πραγματικά, όσο κανένας άλλος, ο εμπνευστής του κινήματος.
Στο έργο "Les
Chants de
Maldoror" αναφερόταν o Breton, όταν έγραφε εκείνη τη φράση-κλειδί της
σουρεαλιστικής δράσης: «τώρα ξέρουμε πως η ποίηση πρέπει κάπου να βγάζει». Οι
σουρεαλιστές χρειάζονταν την εγγύηση του Lautréamont για να «ικανοποιήσουν τη
θέληση της δύναμης στον λογοτεχνικό χώρο».
Η φυσιογνωμία που υπήρξε υποδειγματική για τους σουρεαλιστές ήταν ο De Sade, του οποίου η ζωή ήταν ένα πραγματικό «μαύρο
μυθιστόρημα». Γι αυτούς αποτελεί το συγκλονιστικότερο πρότυπο. Η αναζήτηση του
απόλυτου στην απόλαυση σ’ όλες τις μορφές της και ιδιαίτερα στην σεξουαλική, η
περιφρόνησή του για τις καθιερωμένες αξίες και για εκείνους που τις
εκπροσωπούσαν, το χάρισμα του οραματιστή, συνθέτουν την ιδανική εικόνα του
ανθρώπου όπως τον έβλεπαν.
Άλλες
σαφείς επιρροές προήλθαν από τον γερμανικό Ρομαντισμό αλλά και το αγγλικό
γοτθικό μυθιστόρημα. Πυρήνα των υπερρεαλιστικών ιδεών αποτέλεσαν παράλληλα οι
θεωρίες του Freud, αν και οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για τις
θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχαναλυτικής μεθόδου, αλλά για τα όνειρα, ως
καταστάσεις απελευθέρωσης της ανθρώπινης φαντασίας. Oι γάλλοι σουρεαλιστές ασπάζονταν τις
θεωρίες του Freud σαν μια δυνατότητα έκφρασης της «πραγματικής λειτουργίας της
σκέψης». Η καθημερινή πρακτική κάποιων συλλογικών παιχνιδιών το 1922 όπως τα
«πειράματα υπνωτισμού» είχαν σημαντικά ενισχύσει την συνοχή της ομάδας.
Ο
ορισμός του Σουρεαλισμού δίνει έμφαση στο στοιχείο του αυτοματισμού, ενώ μεγάλο
μέρος είναι αφιερωμένο στα όνειρα -άμεση έκφραση του ασυνείδητου κατά τον Freud,
όταν το συνειδητό χαλαρώνει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Σουρεαλιστές όπως ο Breton,
ο Eluard, ο Aragon, ο Robert Desnos, ο René Crevel, πειραματίζονταν ήδη
με τις δυνατότητες του αυτοματισμού και των ονείρων -εκείνο που χαρακτήριζε τη
συγκεκριμένη περίοδο ήταν η προσφυγή στον υπνωτισμό και τις ναρκωτικές ουσίες.
Αν
και δεν ομολογείται στο Μανιφέστο, ο αυτοματισμός όφειλε επίσης πολλά στα
μέντιουμ και την «αυτόματη γραφή» τους και αυτό υποδηλώνεται όταν ο Breton
υπογραμμίζει την παθητικότητα του υποκειμένου: «Στα
έργα μας γινόμαστε βουβοί δέκτες τόσων και τόσων ήχων, απλοί μηχανισμοί
καταγραφής».
Οι
σουρεαλιστές καλλιτέχνες επηρεασμένοι από τους εκφραστικούς τρόπους του
Ντανταϊσμού, όχι όμως από τον μηδενισμό του, αλλά και από τις εμπειρίες ενός
παράλογου πολέμου, την πτώση των αξιών, την αποξένωση και την ψυχολογία του
υποσυνείδητου, στράφηκαν στον εαυτό τους, στο υποσυνείδητο, στο όνειρο, στη
φαντασίωση και στο παράλογο, σε μια προσπάθεια να δώσουν μορφή σ’ ένα «καθαρά
εσωτερικό μοντέλο».
Σε
κάποια σουρεαλιστική προκήρυξη όπου πλέκεται το εγκώμιο της καθημερινής αφήγησης
των ονείρων από τους γονείς στα παιδιά τους, ο Paul Eluard και ο Roger Vitrac
διακηρύσσουν πως «αν ο ρεαλισμός είναι το ξεχορτάριασμα των δέντρων, ο
σουρεαλισμός είναι το ξεχορτάριασμα της ζωής».
Το
κατεξοχήν θέμα των σουρεαλιστών, ερώτημα που υπάρχει και διατυπώνεται αδιάκοπα και
που οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες άφησαν αναπάντητο είναι το αιώνιο θέμα του
προορισμού του ανθρώπου, του «γιατί γεννηθήκαμε; τι μπορούμε να δεχτούμε να
υπηρετήσουμε; πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε ελπίδα;» Οι σουρεαλιστές φιλοδόξησαν
να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά με την ποιητική στάση. Σαν τον Rimbaud θέλουν
να «πάνε να χτυπήσουν στις πόρτες της δημιουργίας» με το πλεονέκτημα των
λιγότερων ψευδαισθήσεων.
Ο
Σουρεαλισμός επιδιώκει την αποτύπωση, είτε λεκτική είτε εικονική, αυθόρμητων
συναισθημάτων και σκέψεων που δεν έχουν κοινή λογική. Παρά το ότι οι εικαστικές
τέχνες κατείχαν δευτερεύουσα κατά κάποιον τρόπο θέση στη σουρεαλιστική ιεραρχία
και το ενδιαφέρον του Σουρεαλισμού επικεντρωνόταν στην ποίηση, τη φιλοσοφία και
την πολιτική, εντούτοις ο Σουρεαλισμός έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό κυρίως
μέσω των εικαστικών τεχνών.
Η
μελέτη των σουρεαλιστικών έργων παραπέμπει σε μια άλλη πραγματικότητα, μια
υπερπραγματικότητα, όπου η κοινή λογική καταργείται και εισάγονται στοιχεία του
παραλόγου που όμως, αν τα παρατηρήσουμε και τα αναλύσουμε, δεν θα μας φανούν
τόσο παράλογα.
Οι
Σουρεαλιστές προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το υποσυνείδητο και να ερμηνεύσουν
τα «μυστικά» του. Δεν τους απασχολεί η ορθή ερμηνεία των ευρημάτων τους αλλά η
ανακάλυψη και η αποκάλυψη της αβύσσου που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.
Κατέχουν
το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε δύο κόσμους, την πραγματικότητα και την
υπερπραγματικότητα. Είναι αυτοί που προσπαθούν να φέρουν στο φως την «αλήθεια»
του ανθρώπου με όποια μέσα διαθέτουν. Γιαυτό στα πρώτα χρόνια του κινήματος
χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό την ύπνωση και τις ναρκωτικές ουσίες, επιδιώκοντας
να έρθουν πιο κοντά σε αυτήν την υπερπραγματικότητα που τόσο αναζητούσαν.
Ο
Σουρεαλισμός αποτελεί το κίνημα που προσπαθεί να συλλάβει το «ασύλληπτο» και να
το αποτυπώσει είτε με λέξεις είτε με εικόνες στο χαρτί. Οι υψηλοί στόχοι και
προσδοκίες που έχει θέσει ως κίνημα είναι κάτι που θα το βοηθήσει να κρατηθεί
στην αιωνιότητα.
Βασιλική Δραγούνη
1ο Φεστιβάλ Λόγου, Τέχνης
& Δημιουργίας
Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης, Ιούνιος
2018