ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ:
Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ
Λογοτεχνία και
Ψυχανάλυση συνδέθηκαν εξαρχής με ποικίλους τρόπους, προσφέροντας ένα πρότυπο
αλληλεπίδρασης μεταξύ λογοτεχνικής γραφής και επιστήμης. Άλλωστε η
ψυχαναλυτική μέθοδος, όπως και η δημιουργική έκφραση, αποτελεί μια διαδικασία
εμβάθυνσης στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Τις παρατηρήσεις
αυτές για τη σύνδεση λογοτεχνικού έργου και ανθρώπινου ψυχισμού τις συναντάμε
ήδη στην κοσμοθεωρία του ρομαντισμού στις αρχές του 19ου αιώνα, κίνημα που
έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχολογία του δημιουργού. Οι συγγραφείς και
κριτικοί του ρομαντισμού θα τονίσουν από νωρίς ότι το λογοτεχνικό έργο
βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με τον πνευματικό και συναισθηματικό κόσμο
του δημιουργού.
Από τη δεκαετία του
1920, όμως, η ψυχολογική κριτική αποτίμηση της λογοτεχνικής γραφής θα λάβει
νέες διαστάσεις μέσα από την σκέψη του Freud (1856-1939). Ο ιδρυτής της
ψυχαναλυτικής μεθόδου ανέπτυξε την ψυχανάλυση ως μέσο κλινικής αντιμετώπισης
των νευρώσεων, αλλά σύντομα διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της. Έτσι, συμπεριέλαβε
στη θεωρία του αναλύσεις που επηρέασαν σημαντικά την λογοτεχνική παραγωγή. Τα
σχόλια του Freud σε διαλέξεις που δημοσίευσε στη μελέτη του με τίτλο «Εισαγωγή
στην ψυχανάλυση» (1917), συγκρότησαν το θεωρητικό πλαίσιο της σχολής που
ονομάζεται «ψυχαναλυτική ερμηνεία της τέχνης και της λογοτεχνίας».
Ο Freud θα επισημάνει
ότι η έρευνα των λογοτεχνικών κειμένων μπορεί να συνδράμει σημαντικά στην
προσπάθεια κατανόησης των ευεργετικών συνεπειών της δημιουργικότητας στον
ανθρώπινο ψυχισμό.
Για
τον Freud η λογοτεχνική δημιουργία είναι ένα αίνιγμα:
-Πως εξηγείται η
ικανότητά της να προξενεί τη συγκίνηση του αναγνώστη της;
-Από πού πηγάζουν τα
θέματα τα οποία επιλέγει ο συγγραφέας;
Από ψυχαναλυτική
σκοπιά μελετάμε τρία βασικά στοιχεία:
1.Την προσέγγιση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Πρόκειται
για τα φανταστικά πρόσωπα του κειμένου, τα οποία ο Freud διερευνούσε σαν να
επρόκειτο για κλινικές περιπτώσεις. Μάλιστα είχε παρατηρήσει ότι τα δικά του κείμενα
στα οποία ανέλυε τις περιπτώσεις του, οι αναγνώστες του τα διάβαζαν σαν να ήταν
μυθιστορήματα.
2.Την προσέγγιση του συγγραφέα. Ο
Freud ένοιωθε μια ψυχολογική «συγγένεια» μαζί τους καθώς πρέσβευε ότι αντλούν
τις δημιουργίες τους από ένα είδος αυτοαναλυτικής μεθόδου, όπως και ο ίδιος.
Υπογραμμίζει ότι οι συγγραφείς γνωρίζουν για το ασυνείδητο περισσότερα
ακόμα και από τους ψυχαναλυτές: είναι ψυχαναλυτές άνευ μεθόδου και χωρίς
ασθενείς και έχουν την ικανότητα να ενσωματώνουν στις δημιουργίες τους τη γνώση
του ασυνειδήτου τους. Ο συγγραφέας προβάλλει μέρη του «Εγώ» του επί των ηρώων
των μυθιστορημάτων του.
3.Την προσέγγιση του αναγνώστη. Στο
μυθιστόρημα, είτε ψυχολογικό είτε περιπετειώδες, το «Εγώ» του αναγνώστη
ταυτίζεται με τα «Εγώ» των κεντρικών χαρακτήρων καθώς αυτοί συγκρούονται
αναμεταξύ τους. Πρόκειται για την ταύτιση με τους ήρωες του λογοτεχνήματος,
πολλώ δε μάλλον όταν η λογοτεχνική δημιουργία ερείδεται επί λαϊκών παραδόσεων
και εθίμων, όπου οι ήρωες παρουσιάζονται πάντα νικητές εν μέσω πληθώρας
αντιξοοτήτων. Αυτή η ταύτιση με τον ήρωα οδηγεί:
-στην κάθαρση με
την αριστοτελική έννοια
-στην αύξηση της
ψυχικής έντασης την οποία το «Εγώ» του αναγνώστη επιθυμεί και που
μπορεί ταυτόχρονα να εκφορτίζει μέσω της ανάγνωσης.
Η ικανοποίηση κατά
την ανάγνωση είναι πολλαπλή καθώς ο αναγνώστης διαβάζοντας μπορεί να ζει:
-την ηρωική
επανάσταση κατά του πατέρα ή των αναπαραστάσεων του
-μια μαζοχιστική ευχαρίστηση
στην ταύτιση με τον πολυπαθή ήρωα
-την ασφάλεια και τη βεβαιότητα
ότι στην πραγματικότητα δεν απειλείται ο ίδιος.
Η προέκταση της ψυχανάλυσης
στη λογοτεχνία και την τέχνη αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη της διάδρασης
μεταξύ πεδίων της πολιτισμικής και κοινωνικής πραγματικότητας, εφόσον η
μελέτη της λογοτεχνίας επέτρεψε στον Φρόυντ τη διατύπωση των αρχών της θεωρίας
του (Οιδιπόδειο σύμπλεγμα με βάση τη τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους
Τύραννος»).
Γενικά, ο Freud
θεωρούσε ότι πολλές απόψεις της ψυχανάλυσης προϋπήρχαν σε λανθάνουσα ή
σπερματική μορφή στο έργο διορατικών συγγραφέων. Κατ’ επέκταση, εφάρμοσε τη
μέθοδό του, για να πραγματευθεί συνοπτικά το λανθάνον περιεχόμενο των έκδηλων
χαρακτήρων ή γεγονότων σε λογοτεχνικά έργα του Shakespeare και του Dostoevsky.
Σημαντικό εκτόπισμα
στην ψυχαναλυτική σχολή ως μέσο αποτίμησης της λογοτεχνίας, έδωσε και η
«ψυχολογία του βάθους», θεωρία που καθιέρωσε ο Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung
(1875-1961). Ο Jung εστίασε την προσοχή του, όχι τόσο στο ατομικό ασυνείδητο,
αλλά σε αυτό που ονόμασε «συλλογικό ασυνείδητο», το οποίο είναι κοινό σε όλα τα
άτομα της ίδιας πολιτισμικής ταυτότητας. Αυτά τα σχήματα εμπειρίας, τις
πρωταρχικές εικόνες και τις μυθικές προβολές τις ονομάζει αρχέτυπα. Για τον
Jung, τα σημαντικά έργα τέχνης εκφράζουν τα αρχέτυπα του συλλογικού
ασυνείδητου, ψυχικές δηλαδή δομές, που ο δημιουργός καταφέρνει δια της γραφής
του να αναζωογονήσει.
Ακόμα και σήμερα,
αναλυτές της λογοτεχνίας και ψυχαναλυτές συνεχίζουν να ενδιαφέρονται για την
εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου ως ερμηνεία της λογοτεχνικής γραφής.
Παράλληλα, λογοτέχνες συνεχίζουν να αντλούν θεματολογικά και μορφολογικά μοτίβα
από τα πορίσματα της ψυχανάλυσης. Με λίγα λόγια, παράγουν έργα που αξιοποιούν
τις επιστημολογικές διαστάσεις της φροϋδικής θεωρίας για τον άνθρωπο και τη σχέση
του με την πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα.
Βασιλική Δραγούνη
Από την 1η Πολυθεματική Εκδήλωση του ΙΔΕΟΠΝΟΟΝ «Ψυχολογία-Φιλοσοφία-Λογοτεχνία, Δρόμοι
παράλληλοι με συγκλίνουσες πορείες», Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης, Ιούλιος
2020
Ολόκληρο το άρθρο με την σχετική βιβλιογραφία στο
περιοδικό Πνοές Λόγου και Τέχνης, Διπλό Τεύχος 46-47