ΠΡΩΤΗ
ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ
ΤΩΝ
ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ:
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Την πρώτη µεταπολεµική γενιά λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης
τη σφράγισε η ποίηση και είχε πολιτικό-κοινωνικό προσανατολισµό. Τρεις σηµαντικοί
ποιητές, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο
Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης, εµφανίστηκαν σχεδόν αµέσως µετά τη
Γερµανική Κατοχή και θέλησαν να µιλήσουν µέσα από τα ποιήµατά τους για τις
πολιτικές τους πεποιθήσεις, για τις οποίες αγωνίστηκαν, αλλά κυρίως για την
απογοήτευσή τους από την ήττα των αριστερών δυνάµεων του Εµφυλίου, για την
ποικιλόµορφη διάψευση των ιδανικών τους, για τους συντρόφους τους που έχασαν
άδικα τη ζωή τους και τέλος για τις τύψεις τους, καθώς έβλεπαν ότι µε τον χρόνο
άρχισαν κι αυτοί να συµβιβάζονται µε τη νέα τάξη πραγµάτων που δηµιουργούνταν
στη χώρα µας µετά την επικράτηση καπιταλιστικών προτύπων ζωής, αφού άλλα
πίστευαν κι άλλο δρόµο είχε επιλέξει η Ιστορία.
Για να το κατορθώσουν αυτό εισήγαγαν στην ποίησή τους
πολλά πεζολογικά στοιχεία και παρακάµπτοντας τον υπερρεαλισµό στράφηκαν στην
πρόσφατη παράδοση του τόπου και κυρίως στον Καρυωτάκη (ιδίως ο Αναγνωστάκης µε
τον ιδιόμορφο πεσιµισµό του και ο Θασίτης µε την πολιτικά σατιρική του
διάθεση), χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν δανείστηκαν στοιχεία και από τον
µοντερνισµό.
Το πρώιμο έργο των Αναγνωστάκη και Κύρου κυρίως, αναφέρεται
σε πολύ μεγάλη συχνότητα σε πρόσωπα και σημεία που συνδέονται με τα βιώματά της
ταραγμένης νεότητάς τους. Στις μετέπειτα ποιητικές συλλογές τους επιχειρείται
αφενός μια προσπάθεια σύνδεσης με τις κοινές θεματικές της γενιάς τους και
αφετέρου ένας διάλογος με ποιητικές φωνές που λειτουργούν ως πρότυπα (Καβάφης,
Σεφέρης, Ρίτσος, Έλιοτ και Καρυωτάκης).
Το έργο του Αναγνωστάκη χάραξε το δρόμο της προσωπικής
αναζήτησης του καθενός, άνοιξε νέες διόδους και δημιούργησε τις κατάλληλες
προϋποθέσεις για επανατοποθετήσεις και προβληματισμούς. Το ύφος του, προσωπικό,
γεμάτο υπαινιγμούς και αποσιωπήσεις, άλλοτε με πικρή ειρωνεία και άλλοτε με
συγκρατημένη οργή, εκτός από τη διάψευση εκφράζει και τη βαθιά απογοήτευση της
γενιάς του.
Αργότερα οι τρεις τους µε αρχισυντάκτη τον Αναγνωστάκη,
αποτέλεσαν τον πυρήνα του περιοδικού Κριτική (1959-1961), µέσα από τις σελίδες
του οποίου υπεραµύνθηκαν της ελευθερίας της έκφρασης των λογοτεχνών, που δεν
µπορεί να υπάρξει µε κοµµατική σκοπιµότητα και καθοδήγηση.
Η δεύτερη µεταπολεµική γενιά ποιητών της Θεσσαλονίκης
κάνει την εµφάνισή της τη δεκαετία του 1950. Παράλληλα με τους «πολιτικούς»
εμφανίστηκαν και οι ποιητές του ερωτικού αδιέξοδου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και Γιώργος Ιωάννου,
που αποτέλεσαν τον πρώτο και βασικό πυρήνα του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού
περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983), µε εκδότη και διευθυντή τον Χριστιανόπουλο. Η
Διαγώνιος, στα μέσα της δεκαετίας του '50 συσπείρωσε αξιόλογους λογοτέχνες και
κριτικούς και συγκρότησε έναν ξεχωριστό, από κάθε άποψη, λογοτεχνικό και
εικαστικό πυρήνα.
Οι ποιητές αυτοί, που από πολιτική άποψη υπήρξαν
ουδέτεροι, δεν ένιωθαν καταπιεσµένοι ιδεολογικά, αλλά κοινωνικά, λόγω της
ερωτικής τους ιδιαιτερότητας. Στράφηκαν εποµένως στον άλλο πόλο της πρόσφατης
λογοτεχνικής µας παράδοσης, που είναι ο Καβάφης και δηµιούργησαν κι αυτοί µια
εξοµολογητική ποίηση, στην οποία ενσωµατώνουν και επιρροές από νεωτερικές
φωνές, ντόπιες και ξένες. Η µεταπολεµική αυτή τοµή στην ποίηση της
Θεσσαλονίκης, µε τη στροφή της προς την πρόσφατη ελληνική παράδοση (Καρυωτάκης,
Καβάφης), υπήρξε αναµφίβολα και ρήξη προς τους Αθηναίους ποιητές της γενιάς του
1930, που εισήγαγαν στα ελληνικά γράµµατα ευρωπαϊκά κυρίως πρότυπα.
Ο Ασλάνογλου έγραψε σχετικά με τη συγκρότηση της τριάδας
των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης: «Μερικοί νέοι ποιητές έψαχναν το δρόμο
τους μέσα στη σύγχυση και την αταξία της εποχής, ένα δρόμο που έπρεπε οι ίδιοι
να ανοίξουν αν ήθελαν να επιβιώσουν. Τι του έκανε να συσπειρωθούν και να αγωνιστούν
συνειδητοποιώντας την ανάγκη της αλλαγής; Πρώτα πρώτα η αίσθηση ότι ήταν
διαφορετικοί από τους προγενέστερους και πως κανένα έτοιμο αισθητικό καλούπι
δεν θα μπορούσε να φορμάρει την ουσία της ποίησής τους. Οι νέοι ποιητές του '50
ήθελαν να μιλήσουν για το προσωπικό τους δράμα που δεν φαίνονταν να
οσφραίνονταν οι παλιότεροι».
Ο Ασλάνογλου έγραψε για την πίκρα της μοναξιάς, που είναι
πανταχού παρούσα στο έργο του, τη μελαγχολία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και για τα
ασφυκτικά πλαίσια της ατομικής του οδύνης. Ήταν με άλλα λόγια απόλυτα
εναρμονισμένος με το μονωτικό κλίμα που καλλιέργησε η ερωτική γενιά της
Θεσσαλονίκης στη μεταπολεμική εποχή των θρυμματισμένων ιδανικών.
Τα ποιήματα του Ιωάννου προαναγγέλλουν το πεζογραφικό του
έργο, καθώς εμπεριέχουν τους θεματικούς άξονες που τον απασχόλησαν αργότερα και
στα πεζά του κείμενα. Οι ποιητικές συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική
λιτότητα, ακριβολογία και νοηματική συμπύκνωση.
Στο έργο του Χριστιανόπουλου, από τη δημοσίευση της
συλλογής «Εποχή των Ισχνών Αγελάδων» (1950), ο ρεαλισμός ακολουθεί από κοντά το
πρότυπο της καβαφικής ποίησης. Η λαϊκή τοπογραφία αναμιγνύεται με ιστορικά
σύμβολα και θεμελιώνεται ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που θα συνοδεύει
εξακολουθητικά το έργο του ποιητή. Ο Χριστιανόπουλος άλλοτε σχολιάζει την
εμπορευματική αίσθηση της καθημερινής ζωής, ενώ άλλες φορές είναι σαρκαστικά
ειρωνικός και καταγγελτικός.
Οι δύο τάσεις που αναφέρθηκαν, η πολιτικο-κοινωνική και η
ερωτική, υπάρχουν βέβαια σε πανελλήνια κλίµακα, ωστόσο το ενδιαφέρον στην
περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι πως παίρνουν έναν ειδικότερο χαρακτήρα, µια
πιο συγκεκριµένη µορφή ή ιδιοµορφία, η οποία καθορίστηκε από τους τοπικούς
όρους.
Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι γενικότερο και αφορά
την άποψή µας για τη λογοτεχνία: αν πρέπει να είναι προσωποκεντρική ή αν, χωρίς
να χάσουµε το ενδιαφέρον για τα πρόσωπα, πρέπει να δούµε τα φαινόµενα που
υπερβαίνουν τα πρόσωπα, το σύνολο των κειµένων, αλλά και τα ρεύµατα που
καθορίζουν τα κείµενα.
Βασιλική
Δραγούνη
1ο
Φεστιβάλ Λόγου, Τέχνης & Δημιουργίας
Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης, Ιούνιος
2018