ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΠΝΟΕΣ ΛΟΓΟΥ & ΤΕΧΝΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 30-31
1. Η
«Πτήση στο Φως» είναι η πρώτη σας ποιητική συλλογή. Ποιες είναι οι πηγές
της έμπνευσής σας και το περιεχόμενο αυτών των ποιημάτων;
Καταρχάς,
ευχαριστώ για την πρόσκληση, είναι χαρά μου να φιλοξενούμαι στις σελίδες του
Περιοδικού «Πνοές Λόγου και Τέχνης».
Η
ποίηση κατέχει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου χωρίς να την
εξαντλεί, κατευθύνει αμετάκλητα την ύπαρξή μου και τη ματιά μου στον
κόσμο. Έχω συμμετάσχει σε αρκετές ανθολογίες, η «Πτήση στο Φως» είναι η πρώτη ατομική μου
ποιητική συλλογή.
Έμπνευση
αποτελούν, για μένα, οι αισθητηριακές εικόνες, οι ονειρικές μνήμες, οι στιγμές
έντασης, αλλά και ότι συμβαίνει
στο άμεσο περιβάλλον μου. Οτιδήποτε με στεναχωρεί ή με προβληματίζει με
εμπνέει.
Καμία ποίηση άλλωστε, ακόμα κι εκείνη η φαινομενικά απομακρυσμένη από αυτές τις
προβληματικές, δεν μπορεί να είναι αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα του κόσμου
στον οποίο απευθύνεται.
Το
περιεχόμενο των ποιημάτων μου έχει να κάνει με τη διερεύνηση του ατέρμονου χώρου
που εκτείνεται μεταξύ σκέψης και μνήμης, την αέναη περιπλάνηση της αίσθησης που
ξεθωριάζει ανάμεσα στα σημάδια του κόσμου, την αίσθηση της απουσίας όταν
γίνεται ένα με το γήινο πεπερασμένο των ανθρώπων.
Προσπαθώ,
στα όρια του εφικτού, να πραγματοποιήσω ή τουλάχιστον να υπονοήσω, μια
διαφορετική διαδρομή στο Φως, εκεί όπου η απουσία γίνεται άνεμος και ελευθερία,
μέσα από προσεγγίσεις και απόπειρες μικρών συνεχών κατολισθήσεων,
διακινδυνεύοντας το απόλυτο σκοτάδι, το οποίο ελλοχεύει πάντα ένα βήμα πέρα από
το επιτευχθέν αποτέλεσμα.
2. Τι νομίζετε ότι μπορεί να προσφέρει σήμερα ο
ποιητικός λόγος;
Πιστεύω
ότι ο ποιητικός λόγος μπορεί να πει τα πάντα, είναι μια ζωντανή και παλλόμενη
καρδιά πάντα διαχρονική και σύγχρονη, ένα σώμα λέξεων που μιλάει για ελπίδα και
μέλλον με εργαλεία που είναι μόνο δικά της και που τη διαφοροποιούν από κάθε
άλλη μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως άλλωστε κάθε τέχνη που σέβεται τον
εαυτό της.
«…κι έπειτα
βλέπεις ότι χωρίς τις λέξεις, τίποτα δεν αποκτά υπόσταση…
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση», όπως λέει και ο Τίτος Πατρίκιος (Σε βρίσκει η ποίηση, Αθήνα 2012, σελ. 22). Η ποίηση δίνει υπόσταση σε συναισθήματα που αποτελούν μέρος αναπόσπαστο της ηθικής περιπέτειας που λέγεται ανθρώπινη ζωή, δίνει διέξοδο στην αδιάκοπη ανάγκη να καταλάβουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και την θέση μας στον κόσμο. Μέσω της ποίησης ανιχνεύουμε το νόημα μέσα στη γενική ασάφεια που μας περιλαμβάνει, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό «με τη λιγότερο στενόχωρη έννοια», όπως λέει ο Σεφέρης (Δ. Καψάλης, Ο Γιάννης Μόραλης και η ποίηση, περ. Εντευκτήριο, τχ. 99, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2012, σελ. 70-71).
Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση», όπως λέει και ο Τίτος Πατρίκιος (Σε βρίσκει η ποίηση, Αθήνα 2012, σελ. 22). Η ποίηση δίνει υπόσταση σε συναισθήματα που αποτελούν μέρος αναπόσπαστο της ηθικής περιπέτειας που λέγεται ανθρώπινη ζωή, δίνει διέξοδο στην αδιάκοπη ανάγκη να καταλάβουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και την θέση μας στον κόσμο. Μέσω της ποίησης ανιχνεύουμε το νόημα μέσα στη γενική ασάφεια που μας περιλαμβάνει, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό «με τη λιγότερο στενόχωρη έννοια», όπως λέει ο Σεφέρης (Δ. Καψάλης, Ο Γιάννης Μόραλης και η ποίηση, περ. Εντευκτήριο, τχ. 99, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2012, σελ. 70-71).
Ειδικά σε
εποχές κρίσης έχουμε πιο πολύ ανάγκη την διατήρηση της συνοχής μέσα απ’ τη
δημιουργία. Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί άνθρωποι γράφουν,
σημαίνει ότι το χρειάζονται. Ακόμα κι έναν αναγνώστη να κερδίσει ένα ποίημα, να
αισθανθεί ο αναγνώστης πως τον αφορά, και μόνο για τον λόγο αυτόν αξίζει να
υπάρχει αυτό το ποίημα. Άλλωστε, το κάθε δημιούργημα γίνεται έργο τέχνης, όταν
σταματά να είναι προσωπικό, όταν αφορά και άλλους, όταν και άλλοι συμμετέχουν
με συναισθήματα δικά τους, όταν, με άλλα λόγια, γίνεται συλλογικό.
Ωστόσο,
αν κάποιος πιστεύει ότι η ποίηση θα αλλάξει τον κόσμο, απλά εξαπατά τον εαυτό
του και τους αναγνώστες, ο κόσμος αλλάζει μόνο με τη δύναμη της θέλησης και των
ιδεών και με τον αγώνα της καθημερινής δέσμευσης, τα ποιήματα μπορούν μόνο να μας
θυμίζουν ποια δομικά στοιχεία είναι απαραίτητα στην προσπάθεια αναδόμησης του
κόσμου, ποια δεν μπορούμε να ξαναχρησιμοποιήσουμε και ποια είναι εκείνα που θα πρέπει
να κρατήσουμε, πράγματα που όλοι, ασυνείδητα, κουβαλάμε μέσα μας και που καμία
θεωρητική αρχιτεκτονική δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει.
3. Σας έχουν επηρεάσει Έλληνες και ξένοι
ποιητές;
Όλοι
οι ποιητές που έχω διαβάσει, με έχουν επηρεάσει. Ό,τι και να διαβάσω, να ακούσω
ή να δω, θα με επηρεάσει αναπόφευκτα. Είτε θετικά είτε αρνητικά. Διαβάζοντας ποίηση
συστηματικά, μπορεί κανείς να αναζητήσει τους δασκάλους του, τις ποιητικές
πυξίδες ενός σταθερού και, από ένα σημείο και μετά, τεχνοτροπικού προσανατολισμού.
Θα ήταν χρήσιμο,
ωστόσο, αυτή η αναγνωστική διαδρομή να γίνεται ακολουθώντας τη διαδοχή των
ποιητικών γενιών.
Οι
πρώτοι μου προσανατολισμοί προήλθαν από τα διαβάσματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του
Λειβαδίτη και του Σαχτούρη. Στάθηκα εκστασιασμένη στο «Μονόγραμμα» του
Ελύτη, επίσης στον στίχο του Καβάφη: «Τιμή σ' εκείνους
όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν
Θερμοπύλες». Για συναισθηματικούς λόγους θα αναφέρω επίσης τον Καρυωτάκη, τον
Σαραντάρη και τον Χριστιανόπουλο.
Όσον
αφορά στους ξένους ποιητές, ανέκαθεν με γοήτευε η σκοτεινή, άλλοτε δυσνόητη και
μυστηριώδης ποίηση των λεγόμενων «Καταραμένων Ποιητών» Μπωντλαίρ, Βερλαίν και
Ρεμπώ, η οποία αναμοχλεύει τα ανθρώπινα πάθη και οδηγεί τις σκέψεις των
ανθρώπων σε δύσβατα μονοπάτια, ποίηση η οποία δεν φοβόταν να
ακροβατεί, με ένα διεισδυτικό και τολμηρό τρόπο, μεταξύ κολάσεως και
παραδείσου. Ποιητές που λάτρεψα είναι
επίσης ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Φερνάντο Πεσσόα και ο Πάμπλο
Νερούδα.
Όλοι
τους, σε διαφορετικό ο καθένας βαθμό, συνέβαλαν στον προσδιορισμό του
περιγράμματος, στο εσωτερικό του οποίου βρήκα τον τρόπο να αναγνωρίσω την
έκταση, τις δυνατότητές και τις παρεκκλίσεις της δικής μου φωνής.
4. Ποια
θέματα σας ελκύουν περισσότερο;
Τα
θέματα που με ελκύουν περισσότερο και που αποτελούν για μένα πηγές έμπνευσης
είναι συγκεκριμένα, αλλά αστείρευτα. Θα έλεγα πως το φως, η ψυχή,
ο έρωτας, η ζωή, ο πόνος του ανθρώπου, η μοναξιά, ο θάνατος και το
επέκεινα του θανάτου συμπληρώνουν τον καμβά που πάνω του υφαίνεται η θεματογραφία
μου.
Ειδικότερα
θεωρώ πως το φως, ευεργετικό και απεριόριστο, έχει την ιδιότητα να
λυτρώνει την ψυχή από τη συννεφιά και την κατάθλιψη, πως ο
πόνος και η χαρά αποτελούν εκφάνσεις του έρωτα και πως ο ίδιος ο έρωτας
είναι η πιο αστείρευτη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Οι
μικρές πληγές επίσης έχουν τη θέση της κινητήριας δύναμης για δημιουργία. Εάν
έλειπαν οι μικρές καθημερινές πληγές και η μόνιμη ενασχόλησή μας με αυτές, να
τις φυλάμε για να μην κλείσουν, τότε θα έσβηνε η φλόγα της Ιδέας που
μετουσιώνεται σε λέξη και λόγο.
Θέματα
επίσης όπως η ψυχή και ο θάνατος είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι του στοχασμού, ο
πυρήνας από όπου πηγάζουν οι πιο δημιουργικές μας δυναμικές, από όπου
αναβλύζουν οι περισσότερες ιδέες για να γίνουν ποίηση.
Αν
η ποίηση δεν τραφεί με αίμα και με πνεύμα καλό, αν δεν διαβάσουμε Έργα Ποιητών,
αν δεν βυθιστούμε από αγάπη στην απόλυτη μοναξιά για να γράψουμε, δεν θα
υπάρξει ποτέ ποιητική γραφή και δημιούργημα.
5. Μιλήστε μας για τον τρόπο γραφής σας και την
εξέλιξή του.
Θεωρώ
πως η ποίηση δεν είναι ένα δώρο έμφυτο αλλά μια γλώσσα μυστική, που κατακτά
κανείς σιγά σιγά, μια αναζήτηση συγγενειών και αποκλίσεων, μία συνεχής,
καθημερινή άσκηση, καμωμένη με προσοχή, θέληση για υπέρβαση και θάρρος.
Η
ποίηση καθεαυτή δεν διδάσκεται: μπορούν να διδαχθούν οι τεχνικές, οι ρητορικές,
οι μορφές, τα είδη, όπως επίσης μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την ιστορική
της εξέλιξη, την αλληλεπίδραση με άλλους τομείς της έκφρασης, αλλά μόνο εκ των
υστέρων, γιατί ειδάλλως όλα αυτά καταλήγουν σε μια παρακαταθήκη άψυχων γνώσεων,
αν δεν έχει προηγηθεί εκείνη η άλλη ματιά γύρω από τον κόσμο.
Η
ποίηση θέλει χρόνο. Στην πρώτη φάση, της γραφής, προσπάθησα να αποφύγω την
καθοδήγηση, το «πρέπει να…». Στην δεύτερη φάση, της επεξεργασίας, να αποφύγω να
προδώσω το γλωσσικό μου αίσθημα.
Ένας
πυκνόφυλλος λόγος, μια συμπυκνωμένη γραφή, είναι πρωταρχικό κριτήριο για την
καλή ποίηση. Τα άλλα κριτήρια είναι η σφυρηλατημένη με συναίσθημα ποιητική
λέξη και η μουσική λυρική σκέψη.
Θέλει
λιτότητα η ποίηση, λακωνικότητα και ακρίβεια στα εκφραστικά της μέσα. Αυτοπειθαρχία
και έλεγχο της φλυαρίας. Πλοκή των εσώτερων σχέσεων με ενδείξεις, με
σημειολογικά υπονοούμενα. Άλλες φορές με ισορροπίες, άλλες φορές χωρίς. Κι
ύστερα, προχωρώντας προς το τέλος, έρχεται η έκπληξη: η υπέρβαση.
Κι όλα αυτά
με εργαλείο τις λέξεις, με αυτές παίρνει το θέμα μορφή και υπόσταση. Λέξεις
παλλόμενες, ζωντανές, που φτιάχνουν μεταξύ τους σχέσεις, αρμονικές ή
ανταγωνιστικές, μες στη ζωντάνια της σελίδας που μας μιλά.
Λέξεις που χτίζουν
την αισθητική του ποιήματος.
«Και πώς μας
βρίσκει η ποίηση;» αναρωτιέται ο ποιητής.
«Και πώς μας
βρίσκει η έμπνευση;» αναρωτιέμαι εγώ, αν επιτρέπεται τον ποιητή να παραφράσω..
Σας
ευχαριστώ πολύ.
Βασιλική Δραγούνη
Περιοδικό Πνοές Λόγου & Τέχνης «Όταν
η Ποίηση συνάντησε τη Ζωγραφική», Τεύχος 30-31, καλοκαίρι 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.