Στην αίθουσα της μάταιης αναμονής περιμένει
με το καλό της το καπέλο με το βέλο και το γκρι ταγιέρ
τα πόδια σταυρωμένα όμορφα σε μαύρα ψηλοτάκουνα
-σαν πλάνο από νουάρ ταινία περασμένων εποχών-
κοιτάζει έξω τη νύχτα κι εκείνη της ανταποδίδει το βλέμμα
μέσα από το καθρέφτισμα του τζαμιού. Νομίζω πως είναι
η μητέρα μου. Υπομονετική όπως πάντα, όμορφη στα γκρι,
καθισμένη εκεί με το καμηλό παλτό της με τον γούνινο
γιακά
ριγμένο πάνω από τον ώμο. Σκέφτεται ότι θα βρέξει.
Θυμάμαι καθαρά τη μορφή της να αναδύεται
μέσα από ειδικά εφέ και αδυσώπητα σύμβολα ονείρων
τον μαύρο καναπέ, τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας, το
μπλε χαλί,
τις λευκές κολώνες έξω απ' το παράθυρο, την υγρή μυρωδιά
του αέρα.
Πότε τα μαλλιά της πρόλαβαν να ασπρίσουν, αναρωτιέμαι.
Δεν φαίνεται να προσέχει ότι είμαι εκεί. Είμαι έξω απ' το
πεδίο παρατήρησής της.
Το μυαλό της τριγυρνά σε άγνωστους διαδρόμους του μέλλοντος
καθώς κρατά την τσάντα της σφιχτά στα γόνατα
-όλα τα σημαντικά χαρτιά της είναι μέσα. Έχω την αίσθηση
πως φεύγει
οριστικά αυτή τη φορά. Δεν έχω γεννηθεί ακόμα κι όμως
έχει ήδη γεράσει.
Κάποιος έχει αλλάξει την ιστορία μας
-κάποιος που καθυστέρησε να έρθει ή που δεν ήρθε ποτέ-
κάποιος που πασχίζει να τον δει μες στο σκοτάδι.
Ίσως ο χρόνος δεν έληξε ακόμη -ή η αμυδρή προσπάθεια των
κεριών
να φωτίσουν αυτό το ταμπλό αόριστης μετάβασης.
Ίσως βρέξει και τότε θα επιστρέψει στο δωμάτιό της.
Έχει τον έλεγχο της ύπαρξής μου αυτή η γυναίκα
-που τόσο θέλω να παρηγορήσω- που φαίνεται πόσο φοβάται
για την αβέβαιη κατεύθυνση του ταξιδιού της.
Βασιλική Δραγούνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.