ΛΕΒΙΑΘΑΝ
Σκληροί χειμώνες, αρνούνται να παραδοθούν
στην επιμονή του ημερολογίου.
Όλη τη νύχτα οι άνεμοι ουρλιάζουν
σαν θεριά που αλυχτούν θανάσιμα τραυματισμένα,
μαστιγώνοντας άγρια το σκοτάδι.
Κι εσύ, αδύναμα να συρρικνώνεσαι
προσμένοντας την αναγέννηση,
ελπίζοντας με μάτια ερμητικά κλειστά.
Το πρωί, τα αμυδρά δάχτυλα του ήλιου
αυξάνουν τη θερμοκρασία απρόθυμα.
Κι εσύ, ο ανασυνταγμένος Λεβιάθαν,
ξυπνάς τρεκλίζοντας απ’ τα μπουντρούμια σου
με χέρια χλωμά, προτεταμένα, να φτερουγίζουν
σαν πεταλούδες προς το φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.