ΠΟΙΗΣΗ ΑΡΕΤΗΣ ΓΚΙΩΝΑΚΗ
ΜΙΚΡΗ ΜΑΝΤΙΣΣΑ
Την είδε από ψηλά, καθώς
στεκόταν όρθιος, στο σκαλοπάτι της Αβύσσου…
Καθισμένη πάνω στην
αμφιβολία της νύχτας
Καθισμένη πάνω στην
Πέτρα της, κοιτώντας προς το ολόφωτο πέλαγος…
Στους γυμνούς της ώμους
διέκρινε ένα ψιλό τρέμουλο
και στα ανέμελα ριγμένα
στις πλάτες ξανθά της μαλλιά,
μια ανάλαφρη ανάδευση από το φύσημα του Νοτιά
Λεπτεπίλεπτη φιγούρα,
βγαλμένη από τη σκιά του χρόνου…
Πλάι της, στην ξέρή
άμμο,
ακουμπισμένες δυο
πέτρες, γκρίζες και τραχιές,
οι πέτρες της ζωής της!
Έμοιαζε χαμένη στις
σκέψεις της,
παραδομένη στον απόλυτο
χρόνο, στον απόλυτο τόπο.
Μια νεράιδα στο σκοτεινό
πέπλο του κόσμου αφημένη,
μια Μικρή Μάντισσα, με
χρώματα ιριδίζοντα και φωτεινά.
Δεν μπόρεσε να
αντισταθεί στην ικεσία της μορφής της…
Ξεκίνησε μ’ αμφίβολο
βήμα να βρεθεί στο πλάι της
επιθυμώντας όσο τίποτα
άλλο,
να αγγίξει αγγίζοντάς
την, το Απόλυτο!
Καθώς τον αντιλήφθηκε,
γύρισε, «τον κοίταξε»
Με πρόσωπο στην αρχή
τρομαγμένο, ύστερα θαμπό,
και στρέφοντάς το πάλι
προς το πέλαγος,
κούνησε ελαφρά το κεφάλι
της, σε ένδειξη χαιρετισμού
-Πες μου τι βλέπεις; Τη
ρώτησε
Εκείνη έκλεισε τα μάτια
και αφέθηκε στη σιωπή της
-Τι βλέπεις, την
ξαναρώτησε
-Τα πάντα και το τίποτα
μαζί,
του απάντησε χωρίς φωνή
Τρομαγμένος, σαν μια
κίνηση απελπισίας,
χώθηκε στη φούστα της,
κρύβοντας το πρόσωπό του
στις μαύρες πτυχές της
Το χέρι της τον άγγιξε
με κίνηση απαλή
Η φωνή της στην αρχή
νευρική και κατόπιν πιο βελούδινη,
ξεκίνησε ένα ρυθμικό και
θλιμμένο τραγούδι
χωρίς λόγια, χωρίς
μουσική,
χωρίζοντας τη σιωπή της
νύχτας σε μικρά πετραδάκια
που έπεφταν και έσπαγαν
σε χιλιάδες μικρότερα,
κάνοντας έναν τρομακτικό
κι απαίσιο θόρυβο.
Όταν
σώπασε ο άηχος ήχος του τραγουδιού της,
η ανυπαρξία του όλου
διαταράχτηκε
από το επίμονο
ερωτηματικό του:
-Πες μου, πες μου…
…και τα λόγια του
χάθηκαν στη νύχτα
-Δύσκολο να σου
απαντήσω, δύσκολο…
Είναι η Σελήνη που δε με βοηθάει απόψε…
Του είπε, χωρίς να του
πει κάτι
και η φωνή της, αχ αυτή
η φωνή της,
στριμώχτηκε στις άκρες
της δικής της σιωπής…
Οι ανάσες των δέντρων
χτυπούσαν ρυθμικά στην
ώρα του κόσμου
με τα χρυσοπράσινα φύλλα
τους
ενώ τα ρείκια πιο ’κει,
ξεδίπλωναν την
μεγαλοσύνη τους μυστικά,
στα μικροσκοπικά
πλάσματα της νύχτας
Εκείνη αφέθηκε πάλι στη
μοναξιά της Στιγμής,
κοιτώντας το πέλαγος
Όλα
έμοιαζαν να ξαναγυρίζουν εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει…
Άρχισε να ανεβαίνει τη
σκάλα…
Εκείνη δεν τον
χρειαζόταν πια
Μαθημένη να σέρνει Πάντα
μαζί της, τις δυο πέτρες της ζωής της,
θα έβρισκε μόνη της τον
δρόμο της επιστροφής,
ακόμα και χωρίς να τον
Βλέπει,
μέσα στην Ακατάλυτη
Σιωπή της νύχτας
αλλά και μέσα από τη
δικής της τη Σιωπή…
Γιατί Εκείνη, ήταν
αναμφίβολα,
γεννημένη μια Μικρή
Μάντισσα…
Αρετή Γκιωνάκη, Από την ποιητική συλλογή "Η ΠΕΤΡΑ ΤΗΣ ΣΙΒΥΛΛΑΣ",
Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.