ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ ΔΕ ΣΙΩΠΗΣΑΝ ΠΟΤΕ
Κοιμήθηκα κι
ονειρευόμουν μία ζωή χωρίς χέρια.
Αντ ' αυτών, στο τέλος
του βραχίονα
είχα από ένα μαύρο,
αρχαϊκό κοράκι.
Κάθε φορά που έκρωζε,
ένα άτομο θα πέθαινε
-όχι εκεί που βρισκόμουν
αλλά κάπου μακριά,
σε έναν τόπο χωρίς
όνομα.
Αγωνιζόμουν να κρατήσω
τα κοράκια ήσυχα, μα αποτύγχανα.
Κάθε φορά τον θάνατο στα
χέρια μου κρατούσα.
Ξύπνησα εξαντλημένη απ'
τ' όνειρο,
εξακολουθώντας μάταια να
επιβάλλω τη σιωπή
σε ιαχές και
φτερουγίσματα που μαχαιρώναν τον αέρα.
Ήταν δικό μου τ' όνειρο
κι ήταν τα χέρια μνήμη.
Βασιλική
Δραγούνη