ΑΚΤΑΙΩΝ
Γύρω από τα παλάτια της νύχτας,
τα κατασκευασμένα από πυγολαμπίδες
και αχτίδες φεγγαριού
σε χιλιάδες σχοινιά πλεγμένες,
τα νυχτοπούλια συνωστίζονται στις
ξόβεργες
να παρακολουθήσουν τον Ακταίονα,
άτυχο θηρευτή,
να γίνεται το αρσενικό ελάφι – θήραμα
στην άκρη του δάσους, στο ξέφωτο,
αντικριστά απ’ τον κόσμο.
Φτωχός ο θρήνος που έρχεται
απ’ τις μεγάλες πόλεις. Λειψός,
κουρασμένος, με τα φτερά του οίκτου
δεμένα στον απόηχο της αλλαγής,
μη αναγνωρίσιμος, καθώς περνά
από τα μεταφυσικά τοπία
της αδύναμης μνήμης μας,
από τα μονοπάτια της περιπλάνησης
ανάμεσα από δέντρα – σκιάχτρα στο
σκοτάδι
που ντυμένα με σκισμένο πλαστικό
κυματίζουνε στον άνεμο
τις σκοτεινές τους άκρες.
Η περιπλάνηση τελείωσε.
Βρισκόμαστε στο ξέφωτο,
απέναντι από τα χαλάσματα του σπιτιού
των παιδικών μας χρόνων.
Ο κόσμος είναι δικός μας τώρα.
Ύμνοι ανεβαίνουν στο λαιμό μας
κι η Μούσα, φέρνοντας αγκαλιές
τριαντάφυλλα,
συνοδεύει το τραγούδι μας.
Μας μιλά για τον Ακταίονα,
κρατώντας ένα ελάφι στην ποδιά της.
Βασιλική
Δραγούνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.